ναιέτης

ναιέτης
ναιετάω
dwell
pres ind act 2nd sg
ναιετάω
dwell
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλιναιέτης — ἁλιναιέτης, ο (Α) αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + ναιέτης < ναίω*, ναιετῶ* «κατοικώ, διαμένω»] …   Dictionary of Greek

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • μεταναιέτης — μεταναιέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”